συνεστιάσεις

συνεστιάσεις
συνεστίασις
banqueting together
fem nom/voc pl (attic epic)
συνεστίασις
banqueting together
fem nom/acc pl (attic)
συνεστιά̱σεις , συνεστιάω
help to entertain
aor subj act 2nd sg (attic epic doric)
συνεστιά̱σεις , συνεστιάω
help to entertain
fut ind act 2nd sg (attic doric)
συνεστιά̱σεις , συνεστιάω
help to entertain
aor subj act 2nd sg (attic epic doric)
συνεστιά̱σεις , συνεστιάω
help to entertain
fut ind act 2nd sg (attic doric)
συνεστιάζω
aor subj act 2nd sg (epic)
συνεστιάζω
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγάπες — Οι συνεστιάσεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που συντελούσαν στη διατροφή των φτωχών (σε αυτό οφείλουν και το όνομά τους). Εκτός από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν συνδεθεί με την κοινοκτημοσύνη, ήταν εν χρήσει και στις χριστιανικές κοινότητες… …   Dictionary of Greek

  • Επούλωνες — οι οι επτά ιερείς στη Ρώμη που ήταν υπεύθυνοι για τις εορταστικές συνεστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. epulones] …   Dictionary of Greek

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • ομεστίασις — ὁμεστίασις, ἡ (Μ) συν. στον πληθ. αἱ ὁμεστιασεις συνεστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἑστίασις] …   Dictionary of Greek

  • πρόποση — η / πρόποσις, όσεως, ΝΑ [προπίνω] το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου νεοελλ. (λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη τής οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα… …   Dictionary of Greek

  • σάλα — (I) η, Ν 1. αίθουσα και, κυρίως, αίθουσα υποδοχής ξένων, σαλόνι 2. μεγάλος χώρος, κατάλληλος για δημόσιες συγκεντρώσεις, λ.χ. συναυλίες, διαλέξεις, συνεστιάσεις, χορό, αθλητικές διοργανώσεις κ.ά. εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sala < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυνέστιος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι συνεστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνέστιος «σύνοικος, συγκάτοικος»] …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”